Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κυλινδόμενος κατὰ κόπρον

См. также в других словарях:

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»